- σουίνγκ
- το, Νάκλ. είδος χορού.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. swing «κουνιέμαι, ταλαντεύομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
αυτοσχεδιασμός — Η ικανότητα να πραγματοποιεί κανείς κάτι χωρίς προπαρασκευή συχνά κάτω από την πίεση αντικειμενικής ανάγκης, ακολουθώντας την έμπνευση της στιγμής. Ιδιαίτερα ο όρος χρησιμοποιείται στη μουσική, στον χορό και στο θέατρο για την εκτέλεση σύνθεσης,… … Dictionary of Greek
Γκούντμαν, Μπένι — (Benjamin «Benny» Goodman, Σικάγο 1909 – 1986). Αμερικανός κλαρινετίστας και διευθυντής ορχήστρας. Μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ιστορίας της τζαζ, ο Γ. ήταν ο πρώτος που εισήγαγε το 1938 την τζαζ στο Κάρνεγκι Χολ, ξεπερνώντας ένα … Dictionary of Greek
Γουέμπστερ, Μπέντζαμιν Φράνσις — (Benjamin Francis Webster, Κάνσας, Μισούρι 1909 – Άμστερνταμ 1973). Αμερικανός σαξοφωνίστας. Υπήρξε ο πιο διάσημος τενόρος σαξοφωνίστας της εποχής του σουίνγκ, μετά τον Κόουλμαν Χόκινς. Ξεκίνησε από την παιδική του ηλικία να μαθαίνει βιολί,… … Dictionary of Greek
Κερν, Τζερόμ — (Jerome Kern, Νέα Υόρκη 1885 – 1945). Αμερικανός συνθέτης. Ξεκίνησε ως αυτοδίδακτος, αργότερα έλαβε μαθήματα μουσικής και σε ηλικία 17 ετών είχε γράψει κιόλας το πρώτο του επιτυχημένο τραγούδι. Στην αρχή έγραφε σε οπερέτες, αλλά σύντομα άρχισε τη … Dictionary of Greek
Κόουλ, Νατ Κινγκ — (Nat King Cole, Μοντγκόμερι, Αλαμπάμα 1917 – Σάντα Μόνικα, Καλιφόρνια 1965). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αφροαμερικανού τραγουδιστή και πιανίστα Ναθάνιελ Άνταμς Κόουλ (Nathaniel Adams Cole). Μεγάλωσε στο Σικάγο, όπου δέχτηκε την επίδραση του… … Dictionary of Greek
Κρούπα, Τζιν — (Gene Crupa, Σικάγο 1909 – Γιόνκερς 1973). Αμερικανός ντράμερ της τζαζ. Εμφανίστηκε σε μία εποχή όπου τα ντραμς αποτελούσαν ένα παραγνωρισμένο μουσικό όργανο, περιορισμένο σε αυστηρή ρυθμική συνοδεία. Η εκπληκτική τεχνική του κατάρτιση και οι… … Dictionary of Greek
Μίλερ, Γκλεν — (Glenn Miller, Κλαρίντα, Αϊόβα 1904 – 1944). Αμερικανός συνθέτης, τρομπονίστας. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο άρχισε να αναπτύσσει έντονο ενδιαφέρον για τη μουσική και έπαιζε παράλληλα με το συγκρότημα του Μπόιντ … Dictionary of Greek
Μπέιζι, Κάουντ — (William «Count» Basie, Νιού Τζέρσεϊ 1904 – Χόλιγουντ 1984). Αφροαμερικανός πιανίστας και συνθέτης τζαζ μουσικής. Στην δεκαετία του ’20 μετακόμισε στο Χάρλεμ, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι μεγάλοι αστέρες της τζαζ και εμφανίζονταν σε καμπαρέ,… … Dictionary of Greek
Μπρουκς, Γκαρθ — (Garth Brooks, Τάλσα, Οκλαχόμα 1962 ). Αμερικανός τραγουδιστής, κιθαρίστας, συνθέτης μουσικής κάντρι. Σπούδασε διαφήμιση, προκειμένου να κατορθώσει να συνδυάσει την παραδοσιακή μουσική με τηλεοπτικά σποτ και την διαφήμιση. Μετά την αποφοίτησή του … Dictionary of Greek